- φιλονύμφιος
- -ον, Α(συν. ως προσωνυμία τής Αφροδίτης) αυτός που αγαπά τους νεονύμφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + νύμφιος «νυφικός» (< νύμφη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλονύμφιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονύμφιε — φιλονύμφιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)